- ποτέρωσε
- ποτέρ-ωσε, Adv.A to which of two sides? π. οὖν θῶμεν τοῦτο; Answ.
πρὸς τὴν ἀδικίαν X. Mem.4.2.14
;π. νόον τράποι Orph.Fr.135
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρὸς τὴν ἀδικίαν X. Mem.4.2.14
;π. νόον τράποι Orph.Fr.135
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.